- συνεξάπτοντος
- σύν-ἐξάπτωfasten frompres part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεξάπτω — Α 1. ανάβω ταυτοχρόνως 2. μτφ. διεγείρω, εξάπτω («συνεξάπτοντος τὸν ἔρωτα», Ηλιόδ.) … Dictionary of Greek
συνεπιθήγω — Α οξύνω περισσότερο μαζί με κάποιον («τῆς ψυχῆς τὸ μαντικὸν... δεῑται τοῡ συνεξαπτοντος καὶ συνεπιθήγοντος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιθήγω «ακονίζω, οξύνω περισσότερο»] … Dictionary of Greek